κατατελώ

κατατελώ
κατατελῶ, -έω (Α)
1. καταναλίσκω
2. επιγρ. καταβάλλω τα τέλη, τους φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τελῶ «τελειώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”